εξοδιαστής

εξοδιαστής
και ξοδιαστής, ο (Μ ἐξοδιαστής) [εξοδιάζω]
αυτός που ξοδεύει αλόγιστα, άσωτος
μσν.
οικονομικός αξιωματούχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐξοδιασταί — ἐξοδιαστής spendthrift masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξοδιαστήν — ἐξοδιαστής spendthrift masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξοδιαστικός — ἐξοδιαστικός, ή, όν (Μ) [εξοδιαστής] 1. αυτὸς που ανήκει στη νεκρώσιμη ακολουθία («ἐξοδιαστικὸν ἆσμα») 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξοδιαστικόν η νεκρώσιμη ακολουθία …   Dictionary of Greek

  • ξοδιαστής — ο βλ. εξοδιαστής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”